- χειροσφίγγω
- Νσφίγγω τα χέρια, ανταλλάσσω χειραψία.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + σφίγγω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1852 στον Αλ. Σούτσο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χειροσφίξιμο — το, Ν το σφίξιμο τών χεριών κατά τη χειραψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειροσφίγγω. Η λ., στον τ. πληθ. χειροσφιγξίματα, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek